- ασυντάρακτος
- και -χτος, -η, -ο1. αυτός που δεν έχει συνταραχθεί, που δεν δοκίμασε έντονη συγκίνηση ή ταραχή2. ο ψύχραιμος3. ο αδιατάρακτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + συνταράσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Στ. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.